ταλανισμός

ταλανισμός
ο, ΝΑ, και τανταλισμός Α [ταλανίζω]
1. οικτιρμός
2. ταλαιπωρία, δυστυχία
αρχ.
1. αθλιότητα
2. θρήνος, οδυρμός («συμβουλίαις μὲν οὐκ' ἐχρήσατο... ταλανισμῷ δὲ μόνον», Ιωάνν. Χρυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταλανισμός — call masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλανισμοῦ — ταλανισμός call masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλανισμούς — ταλανισμός call masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλανισμῶν — ταλανισμός call masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλανισμῷ — ταλανισμός call masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλανισμόν — ταλανισμός call masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανταλισμός — ὁ, Α βλ. ταλανισμός …   Dictionary of Greek

  • ταλάνισμα — το, ατος και ταλανισμός, ο 1. ελεεινολόγηση, κακοτύχισμα. 2. ταλαιπωρία, βασάνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”